-
1 σκοτεινός
σκοτεινός, ή, όν (σκότος; Aeschyl. et al.; Cebes 10, 1; Cornutus 17, p. 29, 14; UPZ 78, 19 [159 B.C.] εἰς σκοτινὸν τόπον; LXX; En, TestSol; Jos., Bell. 1, 77, Ant. 2, 344; Just., D. 17, 3; Mel., P. 24, 164 and 169.—W-H. σκοτινός as En 22:2) dark opp. φωτεινός (cp. X., Mem. 3, 10, 1; 4, 3, 4; Plut., Mor. 610e; 953c; En 22:2): Mt 6:23; Lk 11:34, 36 (cp. TestBenj 4:2 σκοτεινὸς ὀφθαλμός; Damasc., Vi. Isid. 92 τὸ σκ. τῶν ὀφθαλμῶν). Opp. φανερός obscure B 8:7. νεφέλη σκ. dark cloud GJs 19:2 (cp. Ex 19:16 νεφέλη γνοφώδης; s. also φωτεινός). θησαυροὶ σκ. treasures that lie in darkness 11:4 (Is 45:3). [καὶ σκότει]ν̣ο̣ῦ̣ [τόπου] AcPl Ha 3, 19. Of color ἔνδυμα a dark garment ApcPt 6:21.—DELG s.v. σκότος. M-M. TW. -
2 σκοτεινός
σκοτεινόςdark: masc nom sg -
3 σκοτεινός
1 gloomyξεῖνός εἰμᾰ· σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.60
-
4 σκοτεινός
A dark, νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται ς. A.Ch. 661; σ. τῶν ἐνερτέρων βέλος ib. 285; σ. περιβολαί, of a scabbard, E.Ph. 276; [ ὁδοί] X.Cyn.6.5;τὰ σ. θεάσασθαι Pl.R. 520c
; ἀνὰ τὸ σ. προϊδεῖν in the darkness, Th.3.22; of a person, blind, καίπερ ς. S.OT 1326;σ. ὄμμα E.Alc. 385
; τὰ ς. the dark shadows in a picture, X.Mem.3.10.1, Plu.2.57c: neut. as Adv., σκοτεινὸν ζῆν to live in privacy, Pl.Lg. 781c.II metaph., dark, obscure, opp. ἐλλόγιμος καὶ φανός, Id.Smp. 197a;τόπος σ. καὶ δυσδιερεύνητος Id.R. 432c
; Heraclitus was called ὁ σκοτεινός, Arist.Mu. 396b20, Cic.Fin.2.5.15;σ. προοίμιον Aeschin.2.34
; σ. ἀκοαί obscure reports, Pl.Criti. 109e; σ. μηχανήματα dark, secret, E.Fr. 288; ;σκοτεινὸς ὀργήν Trag.Adesp.345
, cf. Procop.Arc.1. Adv.,- νῶς διαλέγεσθαι Pl.R. 558d
, cf. D.H.Th.32.III prob. f.l. for κοτ- in Pi.N.7.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτεινός
-
5 σκοτεινός
-ή,-όν + A 1-1-4-9-0=15 Gn 15,12; 2 Kgs 5,24; Is 45,3.19; 48,16θησαυροὺς σκοτεινούς treasures that lie indarkness Is 45,3; εἰς γῆν σκοτεινήν to a land of darkness Jb 10,21*2 Kgs 5,24 εἰς τὸ σκοτεινόν to the dark-ness, to a secret place-האפל אל for MT העפל אל to the hill→NIDNTT; TWNT -
6 σκοτεινός
1) dark2) obscure3) reconditeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκοτεινός
-
7 σκοτεινά
σκοτεινόςdark: neut nom /voc /acc plσκοτεινά̱, σκοτεινόςdark: fem nom /voc /acc dualσκοτεινά̱, σκοτεινόςdark: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 σκοτεινότερον
σκοτεινόςdark: adverbial compσκοτεινόςdark: masc acc comp sgσκοτεινόςdark: neut nom /voc /acc comp sg -
9 σκοτεινοτάτη
σκοτεινόςdark: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————σκοτεινόςdark: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
10 σκοτεινοτέραις
σκοτεινόςdark: fem dat comp plσκοτεινοτέρᾱͅς, σκοτεινόςdark: fem dat comp pl (attic) -
11 σκοτεινόν
σκοτεινόςdark: masc acc sgσκοτεινόςdark: neut nom /voc /acc sg -
12 σκοτεινότατον
σκοτεινόςdark: masc acc superl sgσκοτεινόςdark: neut nom /voc /acc superl sg -
13 σκοτειναί
σκοτεινόςdark: fem nom /voc pl -
14 σκοτεινοτάτην
σκοτεινόςdark: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
15 σκοτεινοτάτης
σκοτεινόςdark: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
16 σκοτεινοτάτου
σκοτεινόςdark: masc /neut gen superl sg -
17 σκοτεινοί
σκοτεινόςdark: masc nom /voc pl -
18 σκοτεινούς
σκοτεινόςdark: masc acc pl -
19 σκοτεινέ
σκοτεινόςdark: masc voc sg -
20 σκοτεινή
σκοτεινόςdark: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
σκοτεινός — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
σκοτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος σκοτάδι: Ήταν μια νύχτα σκοτεινή,χωρίς φεγγάρι. 2. σκούρος, χωρίς λάμψη: Η εικόνα αυτή είναι πολύ σκοτεινή. – Χρησιμοποιεί σκοτεινά χρώματα στη ζωγραφική. 3. δυσνόητος, ασαφής: Ορισμένα σημεία του λόγου του είναι σκοτεινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτεινά — σκοτεινός dark neut nom/voc/acc pl σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc/acc dual σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότερον — σκοτεινός dark adverbial comp σκοτεινός dark masc acc comp sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινοτέραις — σκοτεινός dark fem dat comp pl σκοτεινοτέρᾱͅς , σκοτεινός dark fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινῶν — σκοτεινός dark fem gen pl σκοτεινός dark masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινόν — σκοτεινός dark masc acc sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότατον — σκοτεινός dark masc acc superl sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναῖς — σκοτεινός dark fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναί — σκοτεινός dark fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)